στιχομανία

στιχομανία
η
η μανία που έχουν μερικοί να γράφουν στίχους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιχομανία — η, Ν το να γράφει κανείς διαρκώς στίχους σαν να διακατέχεται από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Γ. Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”